ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Table of Contents

Συχνές Ερωτήσεις

Ο ρυθμός και η ένταση με τα οποία το κάθε παιδί ανταποκρίνεται στη λογοθεραπεία ποικίλλουν. Συνήθως δεν μπορούμε να προβλέψουμε με απόλυτη ακρίβεια την διάρκεια της λογοθεραπευτικής παρέμβασης. Η φύση της διαταραχής, είναι αυτή που ουσιαστικά ορίζει τη διάρκεια της θεραπείας. Παράλληλα όμως, υπάρχουν και άμεσα αποτελέσματα. Πιθανόν να δείτε κάποιες άμεσες θετικές αλλαγές και μία σταθερή τάση για βελτίωση.

Η έγκαιρη παρέμβαση σε καθυστέρηση του λόγου ή διαταραχή, θα βοηθήσει το παιδί να αποφύγει δευτερογενείς συνέπειες, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειωμένη κοινωνική δραστηριότητα, φόβο για επικοινωνία και προσωπική έκφραση.
Σε μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά μπορεί να εμφανιστούν μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την εξέλιξη του λόγου τους.

Οι γονείς έχουν κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία της λογοθεραπείας. Παρατηρούν την εξέλιξη του παιδιού στο σπίτι και το βοηθούν να εξασκείται ώστε να πετυχαίνει τους στόχους του. Ο λογοθεραπευτής βρίσκεται πάντα σε επικοινωνία με τους γονείς καθοδηγώντας τους και επισημαίνοντας ασκήσεις ή τροπους για την εξέλιξη του παιδιού.

Η αξιολόγηση είναι το πρώτο βήμα για την θεραπεία. Περιλαμβάνει την προσεκτική παρατήρηση και αξιολόγηση των γλωσσικών ικανοτήτων του παιδιού. Με βάση τα δεδομένα, ο λογοθεραπευτής αναπτύσσει ένα σχέδιο θεραπείας που απαντά στις εξατομικευμένες ανάγκες του παιδιού.

Η αξιολόγηση δεν αφορά μόνο τις αρχικές συνεδρίες. Σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας, ο λογοθεραπευτής αξιολογεί και αναπροσαρμόζει τους στόχους του. Η ορθή και ακριβής αξιολόγηση είναι προαπαιτούμενο για τη θεραπεία.

  • Δεν μπορεί να προφέρει σωστά ένα συγκεκριμένο γράμμα ή ήχο
  • Συχνά επαναλαμβάνει λέξεις ή τραυλίζει
  • Σας προβληματίζει η ένταση, η χροιά ή η “ποιότητα” της φωνής του
  • Είναι πάνω από 2,5 ετών και χρησιμοποιεί ελάχιστες λέξεις συνολικά (έως 15 – 20)
  • Οι ξένοι δεν καταλαβαίνουν τι λέει
  • Δυσκολεύεται να εκφράσει τις σκέψεις του εύκολα και καθαρά
  • Δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις οδηγίες σας

Ωστόσο για να απαντηθεί με βεβαιότητα το παραπάνω ερώτημα, ο ορθός κι επιστημονικός τρόπος είναι να γίνει μια λογοθεραπευτική αξιολόγηση.

Η λογοθεραπεία είναι μία σειρά προσεκτικά σχεδιασμένων βημάτων προς τη θεραπεία. Ο λογοθεραπευτής επικεντρώνεται στις δεξιότητες που πρέπει να κατακτηθούν και επιδιώκει τους στόχους του μέσα από το παιχνίδι, την επανάληψη ασκήσεων, τη συζήτηση. Οι δραστηριότητες στις οποίες εμπλέκεται το παιδί γίνονται σταδιακά όλο και πιο δύσκολες. Έτσι, παραδείγματος χάρην το παιδί θα εξασκήσει την σωστή άρθρωση ενός ήχου πρώτα σε λέξεις και μετά σε φράσεις και στη συνέχεια σε μεγαλύτερες προτάσεις.

Καθ’όλη τη διαδικασία της παρέμβασης, ο λογοθεραπευτής επιβραβεύει και ενισχύει τις σωστές απαντήσεις και αντιδράσεις του παιδιού. Δίνει σαφείς απαντήσεις στο παιδί σχετικά με το ποιες αντιδράσεις ή επικοινωνιακές προσπάθειες του είναι σωστές και ποιες όχι. Οι στόχοι πρέπει να είναι επιτεύξιμοι ώστε το παιδί να παίρνει την ικανοποίηση ότι τα καταφέρνει καθ΄ όλη τη διάρκεια της παρέμβασης, ιδίως στην αρχή.

Το επιστημονικό πεδίο της Ειδικής Αγωγής είναι αρκετά ευρύ, καθώς περιλαμβάνει τις υπηρεσίες αξιολόγησης και παρέμβασης σε ποικιλία καταστάσεων. Τέτοιες είναι οι γενικές και ειδικές δυσκολίες μάθησης (δυσλεξία και δυσαριθμησία), οι δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής, η υπερκινητικότητα και η παρορμητική συμπεριφορά, καθώς και οι δυσκολίες στη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία. Οι καταστάσεις αυτές έχουν συνήθως γενετικό υπόβαθρο και συνοδεύουν το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Καθήκον του ειδικού παιδαγωγού είναι να διδάξει στο παιδί, τον έφηβο ή τον ενήλικα τις στρατηγικές που θα τον βοηθήσουν να αντεπεξέρχεται αυτόνομα στις απαιτήσεις του κοινωνικού, σχολικού, ακαδημαϊκού ή/και επαγγελματικού του περιβάλλοντος, αξιοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις δυνατότητές του.

Η διάγνωση/αξιολόγηση μιας δυσχέρειας, καθώς και ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του κατάλληλου αποκαταστασιακού προγράμματος μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή στη ζωή του ατόμου. Ωστόσο, με την έγκαιρη διάγνωση/αξιολόγηση μπορούν ευκολότερα να προληφθούν δευτερογενή προβλήματα, όπως είναι η αντικοινωνική συμπεριφορά, η σχολική αποτυχία και η εγκατάλειψη της σχολικής φοίτησης, η απομόνωση από την ομάδα των συνομηλίκων, η θυματοποίηση, το αυξημένο άγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση κ.τ.ό.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του προγράμματος παρέμβασης γίνεται εξατομικευμένα, καθώς τα παιδιά διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς τον βαθμό και το είδος της δυσκολίας τους, τον ρυθμό μάθησης και τα «δυνατά» τους σημεία, ακόμη και αν έχουν λάβει την ίδια διάγνωση. Η ένταξη των παιδιών σε ομάδες γίνεται μόνο ορισμένες φορές, στο πλαίσιο προγραμμάτων που στοχεύουν στην αντιμετώπιση δυσκολιών στη λεκτική και μη επικοινωνία.

Καθώς οι δυσκολίες αυτές είναι, στην πλειονότητά τους, εγγενείς, θεωρούνται κληρονομικές και κληρονομήσιμες. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το δεύτερο ή το τρίτο παιδί θα έχει οπωσδήποτε ανάλογα προβλήματα. Είναι ωστόσο σύνηθες να υπάρχουν ανάλογες δυσκολίες στα μέλη της ίδιας οικογένειας. Συχνά δε το κάθε μέλος τυχαίνει να εμφανίζει διαφορετική κύρια δυσκολία από το άλλο (για παράδειγμα, μπορεί το ένα παιδί ή ο ένας γονιός να δυσκολεύεται κυρίως στην επεξεργασία του γραπτού λόγου, ενώ το άλλο παιδί να παρουσιάζει κυρίως προβλήματα συγκέντρωσης ή/και επικοινωνίας), καθώς οι γενετικές έρευνες δείχνουν ότι οι δυσκολίες μάθησης, συγκέντρωσης ή επικοινωνίας συνδέονται αιτιολογικά μεταξύ τους.

Στην πραγματικότητα, σπάνια οι καταστάσεις αυτές εμφανίζονται μεμονωμένες. Στις περισσότερες περιπτώσεις ένα άτομο παρουσιάζει στοιχεία που παραπέμπουν σε περισσότερες από μία διαγνωστικές κατηγορίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι καταστάσεις αυτές επηρεάζονται από κοινούς αιτιολογικούς παράγοντες. Η λεπτομερής αξιολόγηση, καθώς και η στενή συνεργασία με την οικογένεια και το σχολείο εξασφαλίζουν τον έγκαιρο εντοπισμό και αντιμετώπιση των ελλειμμάτων – σε όποια διαγνωστική κατηγορία και αν παραπέμπουν αυτά.

Στα πλαίσια του προγράμματος Ειδικής Αγωγής δίνονται, μετά το πέρας κάθε συνεδρίας ή ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σαφείς οδηγίες στους γονείς σχετικά με το τι μπορούν να κάνουν στο σπίτι, προκειμένου η προσέγγισή τους να συμβαδίζει με αυτή του προγράμματος. Η παρακολούθηση συνεδριών Συμβουλευτικής από μέρους τους μπορεί να τους βοηθήσει ακόμα περισσότερο στη διαχείριση συμπεριφορικών/ψυχοσυναισθηματικών θεμάτων ή δύσκολων καταστάσεων, είτε αυτές αφορούν τους ίδιους είτε το παιδί.

Η διάρκεια της ειδικής παιδαγωγικής παρέμβασης ποικίλλει ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε παιδιού, την ηλικία του, καθώς και την ενδεχόμενη ταυτόχρονη παρουσία συνοδών καταστάσεων, όπως είναι η διάσπαση προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα.  Ένας παράγοντας που μπορεί να ενισχύσει αποφασιστικά την αποτελεσματικότητα του προγράμματος είναι η συστηματική στήριξη της όλης προσπάθειας από την οικογένεια.

Στα πλαίσια της ειδικής παιδαγωγικής παρέμβασης δε δίνεται δουλειά για το σπίτι. Κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε επιπλέον το ήδη «φορτωμένο» πρόγραμμα των μαθητών, δημιουργώντας τους, δικαιολογημένα, αρνητικά συναισθήματα. Ακόμη, έχει σημασία να γίνονται οι δραστηριότητες εντός του χρόνου της παρέμβασης, καθώς τότε μόνο διασφαλίζεται η ορθή επεξεργασία  τους – επομένως και η αποτελεσματικότητά τους.

Αν και ένα ειδικό παιδαγωγικό πρόγραμμα παρέμβασης μπορεί να εφαρμοστεί σε ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ξεκινά όσο το δυνατό νωρίτερα. Η έγκαιρη παρέμβαση προλαμβάνει καταρχάς τη συσσώρευση μαθησιακών κενών από τη μία σχολική τάξη στην επόμενη – δηλαδή βοηθά το παιδί να αρχίσει σταδιακά να «συμβαδίζει» με τους συνομηλίκους του στην κατανόηση και διαχείριση της σχολικής ύλης. Έτσι συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό και στην πρόληψη δευτερογενών προβλημάτων, όπως είναι το άγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η σχολική αποτυχία, η απόσυρση/απομόνωση από την ομάδα των συνομηλίκων ή το εργασιακό/κοινωνικό περιβάλλον και η επιθετική ή/και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Ενδεικτικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένα παιδί χρειάζεται να αξιολογηθεί και, ενδεχομένως, να παρακολουθήσει πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής, όταν

  • δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί σε μια δραστηριότητα που απαιτεί πνευματική ένταση
  • αφιερώνει υπερβολικά πολλή ώρα στη σχολική μελέτη, με φτωχά όμως αποτελέσματα
  • δυσκολεύεται στην αντιστοίχιση κάθε γράμματος με τον ήχο που αντιστοιχεί σε αυτό
  • διαβάζει πολύ αργά για την ηλικία του, κάνει πολλά λάθη κατά την ανάγνωση, συλλαβίζει, δεν έχει σταθερό ρυθμό ανάγνωσης κ.τ.ό.
  • κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη, σε σύγκριση με τα συνομήλικά του παιδιά, παραλείπει γράμματα, συλλαβές ή ολόκληρες λέξεις, αντικαθιστά γράμματα με άλλα, αντιμεταθέτει γράμματα ή συλλαβές κ.τ.ό.
  • σχηματίζει τα γράμματα με ασυνήθιστο τρόπο (π.χ. γράφει καθρεπτικά, μπερδεύοντας το δεξί με το αριστερό ή το πάνω με το κάτω)
  • δυσκολεύεται στη γραπτή έκφραση – σε επίπεδο ιδεών ή/και οργάνωσης-δομής
  • δυσκολεύεται πάρα πολύ στην επεξεργασία των δευτερευόντων μαθημάτων («τα λέει απέξω και αμέσως μετά/το άλλο πρωί τα ξεχνάει»)
  • δυσκολεύεται να κατανοήσει ένα, κατάλληλο για την ηλικία του,  κείμενο που διαβάζει ή/και  πολλές λέξεις μέσα σε αυτό
  • δυσκολεύεται στην εκτέλεση απλών, για την ηλικία του, αριθμητικών πράξεων ή/και στην επεξεργασία μαθηματικών προβλημάτων
  • δυσκολεύεται στη λεκτική ή/και εξωλεκτική  επικοινωνία με τους συνομηλίκους του ή και με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας
  • συχνά δεν αντιδρά όταν τον/τη φωνάζουν  με το όνομά του/της ή όταν του/της απευθύνουν τον λόγο
  • έχει ασυνήθιστα, περιορισμένα ενδιαφέροντα
  • προσκολλάται σε καθημερινές επαναλαμβανόμενες συνήθειες/ρουτίνες και άγχεται υπερβολικά/τρομάζει όταν αυτές δεν ακολουθούνται
  • άγχεται πολύ/τρομάζει με τυχόν αλλαγές σε συνήθειες, στο περιβάλλον του ή/και σε πρόσωπα που τον/την περιβάλλουν

Ένα ειδικό παιδαγωγικό πρόγραμμα στοχεύει, μέσα από κατάλληλες, εξατομικευμένες και ειδικά σχεδιασμένες δραστηριότητες και παρεμβάσεις, στην εκμάθηση ενός συνόλου στρατηγικών, οι οποίες θα βοηθήσουν το παιδί να αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις του σχολικού/επαγγελματικού/κοινωνικού του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα στοχεύει στον επαναπροσδιορισμό του τρόπου μάθησης του παιδιού, προκειμένου αυτός να είναι περισσότερο αποτελεσματικός, σε σύγκριση με τη συνηθισμένη προσέγγιση της σχολικής τάξης.

Οι δυσκολίες μάθησης, συγκέντρωσης ή συμπεριφοράς δεν είναι δυνατό να εξαλειφθούν, καθώς κατά κανόνα γεννιέται κανείς με αυτές – δηλαδή αποτελούν σύμφυτο χαρακτηριστικό του παιδιού, αφού οφείλονται σε «διαφορετικό» τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου. Ωστόσο, με την κατάλληλη παρέμβαση μπορούν να μειωθούν σημαντικά – οι δε συνέπειές τους στην καθημερινότητα του ατόμου μπορούν να καταστούν ελεγχόμενες.